- γενέθλη
- γενέθλη και γενέθλα, η (Α)1. (για πρόσωπα) γενιά, οικογένεια2. (για άλογα) γένος, ράτσα3. γόνοι, απόγονοι4. τόπος γεννήσεως, κοιτίδα5. ο χρόνος τής γέννησης κάποιου, η γέννηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε- (< *γεν∂-), δισύλλαβη μορφή τής ρίζας γεν- τού γίγνομαι* + (επίθημα) -θλο, με παράλληλο τ. γένεθλον*].
Dictionary of Greek. 2013.